Για αιώνες, τα ερείπια του ανακτόρου των Αιγών υπήρξαν μια ανεξάντλητη πηγή οικοδομικού υλικού - ένα «νταμάρι» - όχι μόνο για το χωριό της Βεργίνας, αλλά και για όλα τα χωριά της ευρύτερης περιοχής.
Έπειτα από τη δραματική μάχη της Πύδνας στις 22 Ιουνίου 168 π. Χ. και την κατάλυση του μακεδονικού βασιλείου από τους Ρωμαίους, οι Αιγές, η παλιά βασιλική πόλη, καταστρέφονται. Όμως η ζωή δε σταματάει: νέα οικοδομήματα χρησιμοποιούν υλικό που προέρχεται από δημόσια κτίρια ή ιερά και τα καινούρια σπίτια χτίζονται συχνά καταπατώντας το αρχαίο τείχος που πια δεν υφίσταται. Ύστερα από μία ξαφνική καταστροφή κατά τη διάρκεια του 1ου μεταχριστιανικού αιώνα οι κάτοικοι των Αιγών ως υπήκοοι πια της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μετακινούνται στον κάμπο, σε έναν οικισμό που μέχρι το τέλος της αρχαιότητας ήταν το διοικητικό κέντρο της περιοχής, όπως δείχνει η παλαιοχριστιανική βασιλική με βαπτιστήριο χτισμένη εκεί τον 5ο αιώνα μ. Χ.
Στο μεταξύ το όνομα των Αιγών σιγά-σιγά και με το πέρασμα των αιώνων λησμονιέται. Ωστόσο η ανάμνηση του θρυλικού μακεδονικού βασιλικού οίκου εξακολουθεί να ζει μέχρι σήμερα στο βυζαντινό όνομα «Παλατίτζια» (δηλαδή μικρά παλάτια), στο όνομα δηλαδή του γειτονικού με τις Αιγές χωριού που στέκει αδιάκοπα στους αιώνες. Στα 1304, ένας πλούσιος μεγαλοτσιφλικάς του τόπου αφήνει τους μύλους του στη Μονή Βατοπεδίου στο Άγιο Όρος, εκεί όπου και σήμερα φυλάγεται η πολύτιμη διαθήκη. Αυτή είναι η πρώτη αναφορά του χωριού που προφανώς είχε δημιουργηθεί παλαιότερα και όφειλε το όνομά του στα ερείπια του ανακτόρου της αρχαίας πόλης. Όπως διηγούνται ακόμα οι παλιοί, διατηρώντας στη μνήμη τους μια παράδοση αιώνων, τα Παλατίτσια βρίσκονταν χαμηλά κοντά στον Αλιάκμονα και φαίνεται να συνέχιζαν τη ζωή της ρωμαϊκής και πρωτοχριστιανικής εγκατάστασης που άφησε αρκετά ίχνη κοντά στο ποτάμι. Το χωριό αυτό έζησε αιώνες εκεί και στη συνέχεια μετακινήθηκε ψηλότερα, στις πλαγιές των Πιερίων, όπου και βρίσκεται μέχρι τις μέρες μας. Μοναδικός, ίσως, μάρτυρας εκείνης της αρχικής φάσης των Παλατιτσίων απέμεινε στον κάμπο το εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου, μέρος του οποίου έχει χτιστεί με λίθους του ανακτόρου. Με αρχαίες πέτρες από το ανάκτορο των Αιγών χτίζονται τα σπίτια και το σχολείο του νέου χωριού, η βυζαντινή εκκλησία του Αγ. Αθανασίου που διατηρούνταν όρθια χωρίς τη στέγη της μέχρι το 1920 και από την οποία σώζονται σήμερα μόνον τα θεμέλια στο νότιο τμήμα των Παλατιτσίων, ένας νερόμυλος στο «Λάκκο των κελιών» κοντά στην εκκλησία του Άη Δημήτρη, αλλά και ο ίδιος ο ναός μέσα στον 16ο αιώνα.
Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, μετά την Άλωση της Πόλης, γύρω στα 1495, εκεί πάνω στο παλάτι του Φιλίππου και του Αλέξανδρου, θα στήσουν οι Έλληνες το μοναστηριακό ναό της Αγίας Τριάδας. Στη θέση αυτή θα αντικρύσει τα ερείπιά του πια ο Leon Heuzey, όταν το 1855 θα «ανακαλύψει» ξανά το ανάκτορο των Αιγών, χάρη στις πληροφορίες που του έδωσε ο παρατηρητικός παπάς της περιοχής. Στους τοίχους του είχε χρησιμοποιηθεί μεγάλος αριθμός από τα κατεστραμμένα μέλη του αρχαίου κτιρίου, ενώ δύο από τα τόξα του ναού στηρίζονταν ακόμα σε αρχαίους κίονες. Πάνω από την είσοδο, ο Heuzey κατέγραψε την ακόλουθη επιγραφή «Νειστορήστυ το ιερόν πρωπύλεον εις μνημόσυνον του αειμνήστου δούλου του Θεού Ιωάννου και δια συνδρομής του τημιωτάτου εν μοναχοίς κύρ Κοσμά, έτει ζγ, ινδικτιώνος ιγης» [ Αυτό το ιερό πρόπυλο αγιογραφήθηκε στη μνήμη του αείμνηστου δούλου του Θεού Ιωάννου και με τη συνδρομή του πιο σεβαστού ανάμεσα στους μοναχούς, κυρίου Κοσμά, τη δεκάτη τρίτη ινδικτιώνα του έτους 7003 (από κτίσεως κόσμου) – δηλαδή το 1495 μ. Χ.]. Διαπιστώνεται δηλαδή μία από τις ελάχιστες περιπτώσεις που γίνεται χρήση του όρου «προπύλαιον» για ένα χριστιανικό κτίσμα, σε ανάμνηση του αρχαίου πρόπυλου πάνω στο οποίο είχε χτιστεί. Έξι χρόνια αργότερα, το 1861, ο Heuzey θα επιστρέψει και μαζί με τον Daumet θα επικεντρώσουν την έρευνά τους σ’ αυτόν τον ανατολικό τομέα του μνημείου με 40 ντόπιους εργάτες και 15 ναύτες, αλλά μόνο για σαράντα μέρες γιατί η ελονοσία που μάστιζε τότε την περιοχή, τους ανάγκασε να διακόψουν τις εργασίες τους. Τα ίχνη του ναού που έδωσε το όνομα σε ολόκληρη την τοποθεσία, γνωστή και σήμερα ως «Αγία Τριάδα», χάνονται μετά τα χρόνια της πρώτης ανασκαφής των Γάλλων. Σύμφωνα με μαρτυρίες, αυτήν την εκκλησία αντικατέστησε, μετά την ολοκληρωτική καταστροφή της, ο σημερινός ναός της Κοιμήσεως της Θεοτόκου που χτίστηκε γύρω στα 1880 στα Παλατίτσια.
Αρκετά χρόνια αργότερα, μέσα στο 16ο αιώνα, με αρχαίες πέτρες από το ανάκτορο χτίζονται τόσο οι εξωτερικές επιφάνειες όσο και πολλά στοιχεία στο εσωτερικό του Άη Δημήτρη στα Παλατίτσια που στολίζεται με λαμπρές αγιογραφίες του γνωστού για την εποχή εκείνη Νικολάου από το Λινοτόπι της Δυτικής Μακεδονίας, περίφημο για τους αγιογράφους του κατά την Τουρκοκρατία. Σφόνδυλοι δωρικών κιόνων χρησιμοποιήθηκαν για το χτίσιμο των τοίχων, αλλά και ως βάσεις για τις εσωτερικές κιονοστοιχίες που χωρίζουν τα κλίτη, ενώ όλες οι εξωτερικές γωνίες της εκκλησίας και οι παραστάδες των θυρών χτίστηκαν με ορθογώνιους πώρινους δόμους. Επιπλέον, μεγάλοι πωρόλιθοι και μαρμάρινα κομμάτια εντοιχίστηκαν στην ανατολική εξωτερική πλευρά του Ιερού, ενώ μεγάλα τμήματα από στυλοβάτη χρησιμεύουν ως κατώφλια, αφού τοποθετήθηκαν στο δάπεδο των εισόδων του ναού και μπροστά από τα εσωτερικά ανοίγματα του Ιερού.
Τα χρόνια κύλησαν, όμως διαβάζοντας κανείς την περιγραφή του τοπίου που έκανε το 1876 ο Leon Heuzey, διαπιστώνει ότι πολύ λίγα πράγματα μεταβλήθηκαν στο πέρασμα του χρόνου:
«Είναι πράγματι θαυμάσιος τόπος αυτή η λιγότερο γνωστή πλευρά των Πιερίων που χαμηλώνει προς την ανοιχτή χώρα της Ημαθίας, σαν ένα μακρό σύνορο μεταξύ εύφορων και δασωδών κλιτύων, όπου το βουνό και η πεδιάδα συναντώνται και συνδυάζουν τα ωραιότερά τους χαρακτηριστικά. Η βόρεια σχεδόν βλάστησις του Ολύμπου κατεβαίνει εδώ μέχρι τις όχθες του Αλιάκμονα. Τα ψηλά δέντρα, ιδίως οι μεγαλειώδεις φτελιές, σχηματίζουν πυκνά άλση που διακόπτονται συνεχώς από καλλιέργειες αραβοσίτου και σησαμιού.
Από λεύγα σε λεύγα συναντάς ένα χωριό με κόκκινες σκεπές, κάποιο υποστατικό γεμάτο θρέμματα, το οποίο αντηχεί από τις κραυγές μεγάλων κοπαδιών από χήνες που επιχωριάζουν στις όχθες του ποταμού. Έπειτα χάνεσαι και πάλι στο πυκνό δάσος, σε υπόσκια μονοπάτια που ανασκάπτουν καθημερινά οι οπλές των βουβάλων και οι ολόσωμοι τροχοί των αραμπάδων. Ποτέ φύσις πιο ελεύθερη και συνάμα ευγενέστερη δεν έσφιζε από την κίνηση της αγροτικής ζωής.
Τα τρία χωριά, οι Κούτλες, οι Μπάρμπες και τα Παλατίτζια αποτελούν το πιο απομακρυσμένο συγκρότημα της περιοχής. Ανάμεσα σε δύο χαράδρες προβάλλει μια κεφαλή αντερείσματος, επάνω από το οποίο το βουνό χωρίζεται στα δύο, χαμηλώνοντας απότομα. Σ’ αυτήν την πλαγιά, σ’ αυτό το είδος της βραχώδους διακλαδώσεως ή κόμβου, οι αρχαίοι είχαν ιδρύσει την ακρόπολη μιας πόλης, της οποίας τα τείχη απλώνονταν και κατέληγαν σε έδαφος με ηπιότερη κλίση, ακολουθώντας εν μέρει την κυκλωτερή κοίτη των χειμάρρων.
Στο μέσο της κλιτύος, μια ευρεία εξοχή προβάλλει από το βουνό και του παρέχει σαν βαθμίδα ένα φυσικό πλάτωμα που ήταν το σημείο το πιο περίοπτο όλης της πόλης και το οποίο προσφερόταν περισσότερο για την ανέγερση κάποιου μεγάλου οικοδομήματος. Εκεί κείνται σε σωρούς τα ωραία αρχιτεκτονικά λείψανα που ήδη από το έτος 1855 είχαν προσελκύσει την προσοχή μου. Υπέροχες φτελιές στεφανώνουν το πλάτωμα αυτό που οι κάτοικοι το σέβονται σαν αρχαίο άλσος και επισημαίνει από μακριά σε όλους έναν χώρο καθαγιασμένο από πανάρχαιες θρησκευτικές παραδόσεις».
Τα πυκνά δάση των Πιερίων, ο εύφορος μακεδονικός κάμπος, ο ζωοδότης Αλιάκμονας, αλλά και οι μικρότεροι χείμαρροι που διατρέχουν την περιοχή της Βεργίνας αποτελούσαν πάντοτε κύρια συστατικά του τόπου. Κοντά στα ερείπια της αρχαίας πόλης των Αιγών είχαν δημιουργηθεί σημαντικές ιδιοκτησίες και μεγάλα αγροκτήματα. Οι καλλιεργητές τους – γύρω στις 17 οικογένειες - ζούσαν εκεί, δίπλα στα Παλατίτσια, σε δύο μικρούς αγροτικούς οικισμούς, τις Μπάρμπες και τις Κούτλες, στην υπηρεσία του Τούρκου μπέη. Οι εννέα περίπου οικογένειες που κατοικούσαν στις Μπάρμπες, στα βορειοδυτικά του σημερινού χωριού, ήταν εγκαταστημένες γύρω από την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής που είχε χτιστεί προς το τέλος του 19ου αιώνα. Οι Κούτλες βρίσκονταν στο νότιο τμήμα της σημερινής Βεργίνας και αποτελούνταν από οκτώ οικογένειες, εγκατεστημένες βόρεια της εκκλησίας της Παναγίας, η οποία είχε χτιστεί μάλλον παλαιότερα. Τα σπίτια τους ήταν χτισμένα με πέτρες από τα αρχαία κτίρια και πλιθιά από το κοκκινόχωμα του αρχαίου νεκροταφείου των Τύμβων. Μετά το 1860 οι Τούρκοι μπέηδες πούλησαν τα τσιφλίκια τους στην οικογένεια των Παπαγεωργίου που καταγόταν από το Λιβάδι Ελασσόνας. Γύρω από τα δύο κονάκια των Παπαγεωργίου έχτισαν τα σπίτια τους οι Παλατιτσιώτες μετακινούμενοι από την περιοχή της εκκλησίας του Αγίου Δημητρίου, ύστερα από φωτιά που έκαψε το παλιό χωριό τους.
Η μεγάλη αναστάτωση του Α΄ Παγκόσμιου πολέμου δεν άφησε ανεπηρέαστη ούτε την περιοχή της πρώτης πρωτεύουσας της Μακεδονίας. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και τον ξεριζωμό του 1922, Πόντιοι και Καυκάσιοι πρόσφυγες μαζί με τους ντόπιους των δύο παλιών οικισμών, μερικές οικογένειες που ήρθαν από τα χωριά των Πιερίων και άλλες από τη Σάδινα που διαλύθηκε και ήταν χτισμένη κοντά στην παλιά κοίτη του Αλιάκμονα στη θέση της σημερινής Κουλούρας, δημιουργούν το νέο χωριό της Βεργίνας, το όνομα του οποίου προτάθηκε από τον τότε Μητροπολίτη Βεροίας Σωφρόνιο προς χάριν μιας θρυλικής βασίλισσας της Βέροιας που σε ώρα κινδύνου είχε τη δυνατότητα να καταφύγει στα Παλατίτσια μέσω μίας υπόγειας διόδου. Μετά τη συνθήκη της Λωζάννης το 1924 και την έξωση των μπέηδων, η γη διαμοιράστηκε στους εκεί κατοίκους και σε 121 οικογένειες προσφύγων ύστερα από τις ανταλλαγές πληθυσμών. Οι πρόσφυγες Έλληνες, οπλισμένοι με την εργατικότητα και τη μεγάλη αγάπη τους για τα γράμματα, οργάνωσαν τη ζωή τους και έδωσαν στην πατρίδα τους νέα μορφή χτίζοντας τα σπίτια, τα σχολεία, τους φούρνους, τις αποθήκες, τους νερόμυλους και τις εκκλησιές τους με αρχαίες πέτρες. Ο τόπος γέμισε από οπωροφόρα δέντρα και ολάνθιστους κήπους, νέα χωράφια ανοίχτηκαν στον κάμπο που ξαναμοιράστηκαν και μαζί με το σιτάρι, το σουσάμι και το καλαμπόκι άρχισαν να καλλιεργούνται ο καπνός και το βαμβάκι, ενώ λιγόστεψαν τα κοπάδια των αγελάδων και των κατσικιών.
Μαρτυρίες αναφέρουν ότι στη Βεργίνα υπήρχαν σε λειτουργία υδρόμυλοι στις αρχές του 20ου αιώνα, χωρίς να μπορούμε να οριοθετήσουμε τη χρονική αφετηρία τους. Φαίνεται, πάντως, ότι προϋπήρχαν από πολύ παλιά, ίσως και από το 13ο αιώνα και λειτουργούσαν μέχρι το 1968. Στην περιοχή της Βεργίνας αριθμούσαν πάνω από δώδεκα μύλοι για το άλεσμα του σταριού, καθώς οι εδαφολογικές συνθήκες ευνοούσαν την ύπαρξή τους με πλούσιες πηγές και ρέματα να κυλούν δίπλα στον οικισμό. Ολόκληρη η κοιλάδα με τους μύλους στη σειρά κατά μήκος του Μυλοπόταμου, στα δυτικά του χωριού, λειτουργούσε σαν μία οργανωμένη βιομηχανική ζώνη. Οι μύλοι αυτοί πρόσθεταν κύρος και χρήματα στον τόπο, καθώς εξυπηρετούσαν τις ανάγκες της ευρύτερης περιοχής του Ρουμλουκιού μέχρι το Γιδά (Αλεξάνδρεια), τα χωριά των Πιερίων, αλλά και χωριά της Πιερίας μέχρι το Αιγίνιο και τον Κολινδρό. Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν χτισμένοι με υλικό από το ανάκτορο και είχαν δύο ορόφους. Πάνω στεγαζόταν η οικογένεια του μυλωνά και κάτω βρισκόταν ο μύλος. Επίσης υπήρχαν βοηθητικοί χώροι, όπως φούρνοι, μαγειρεία, στάβλοι και ξενώνες που χρησίμευαν για να διανυκτερεύουν όσοι δεν προλάβαιναν να αλέσουν κατά τη διάρκεια της μέρας. Οι νερόμυλοι της Βεργίνας ανήκαν στο μοναστήρι του Τίμιου Προδρόμου που ιδρύθηκε το 14ο αιώνα και τους νοίκιαζε σε μυλωνάδες, ενώ μερικοί ανήκαν και σε ιδιώτες. (Οικογένειες μυλωνάδων στη Βεργίνα αναφέρονται του Διαμαντόπουλου, του Αναγνωστόπουλου, του Μπλούκα).
Σήμερα έχει αναπαλαιωθεί από ιδιώτη ο μύλος στη θέση «Καρυάς», ο οποίος ονομάστηκε έτσι από μία μεγάλη καρυδιά που υπήρχε εκεί κοντά. Για το χτίσιμό του χρησιμοποιήθηκαν οι χαρακτηριστικοί ορθογώνιοι πωρόλιθοι του ανακτόρου τόσο στις εξωτερικές γωνίες των τοίχων του κτίσματος όσο και στα πλαϊνά ανοίγματα των θυρών και των παραθύρων του.
Από τον εντυπωσιακό μύλο που υπήρχε στη θέση «Φούρνου» σώζονται σήμερα ελάχιστα ερείπια κρυμμένα σε πυκνή βλάστηση που δείχνουν όμως ότι και για την κατασκευή αυτού του κτίσματος είχαν χρησιμοποιηθεί πωρόλιθοι από το ανάκτορο. Στο μύλο αυτό συγκεντρωνόταν και το προσωπικό από τους υπόλοιπους μύλους για φαγητό και ξεκούραση, καθώς λειτουργούσε μαγειρείο και φούρνος, απ’ όπου πήρε και το όνομα η περιοχή.
Εντελώς κατεστραμμένος κείτεται ο εντυπωσιακότερος και ο πιο παραγωγικός κατά τη χρονιά του 1935 μύλος στη θέση «Γιαννίτσαρη», με τις αρχαίες πέτρες του ανακτόρου, στις οποίες διακρίνεται η χαρακτηριστική ταινία και οι οποίες στήριζαν τους τοίχους του, πεσμένες σε σωρούς.
Φαίνεται πολύ πιθανό τα σκαλοπάτια που έχουν φτιαχτεί με πωρόλιθους και που οδηγούν σήμερα από τη λιμνούλα της περιοχής του καταρράκτη στο επάνω μέρος του Πλατανορέματος, να έχουν χρησιμοποιήσει το υλικό από το μύλο που υπήρχε στη θέση «Τούτα». Βρισκόταν στην πιο κεντρική θέση της κοιλάδας και τα ερείπιά του σώζονταν μέχρι και το 1984, όταν έγιναν τα έργα ανάπλασης του χώρου από το Δασαρχείο Βεροίας, οπότε ο συγκεκριμένος μύλος καταστράφηκε εντελώς.
Για αιώνες, τα ερείπια του ανακτόρου των Αιγών υπήρξαν μια ανεξάντλητη πηγή οικοδομικού υλικού - ένα «νταμάρι» - όχι μόνο για το χωριό της Βεργίνας, αλλά και για όλα τα χωριά της ευρύτερης περιοχής. Τα σιδερένια εργαλεία που χρησιμοποίησαν οι χωρικοί και οι τεμαχισμένες πέτρες που είχαν ετοιμάσει, αλλά δεν πρόλαβαν ποτέ να κουβαλήσουν με τα κάρα τους, αποτελούν αδιάψευστους μάρτυρες εκείνης της διαδικασίας.
Ο Αλιάκμονας έγινε ο δρόμος μέσω του οποίου οι κάτοικοι της Βεργίνας μετέφεραν τις πέτρες για να τις πουλήσουν σε χωριά του κάμπου που χτίζονταν βόρεια του ποταμού και πολλά χιλιόμετρα μακριά, όπως στη σημερινή Αλεξάνδρεια, κεφαλοχώρι του κάμπου της Ημαθίας που σε γραπτές πηγές του 18ου αιώνα και μέχρι το 1952 αναφέρεται ως «Γιδάς». Εκείνα τα χρόνια, όταν ακόμα δεν υπήρχε η γέφυρα - η οποία κατασκευάστηκε στα χρόνια 1954/1957 - , οι άνθρωποι μαζί με τα ζώα τους περνούσαν μέσα από το ποτάμι με το «σάλι» (βάρκα), μεταφέροντας ξυλεία από τα Πιέρια και πέτρες από το ανάκτορο για να τα πουλήσουν στις αγορές της Βέροιας, διακινδυνεύοντας συχνά τη ζωή τους, καθώς ο Αλιάκμονας γινόταν εξαιρετικά επικίνδυνος όταν φούσκωνε, κυρίως την περίοδο του χειμώνα με τις πολλές βροχές και τα χιόνια.
Ο Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος το 1940 βρίσκει αρχαιολόγους, Βεργινιώτες και Παλατιτσιώτες στο ανάκτορο να συνεχίζουν την ανασκαφή από εκεί που την είχαν αφήσει οι Γάλλοι, περίπου 80 χρόνια μετά και με όλες τις πληγές που έχει ανοίξει στο μνημείο η συνεχής λιθαρπαγή. Τότε σταματούν και πάλι όλα. Μετά την απελευθέρωση του 1945 έρχεται η εμφύλια σύρραξη και τα γύρω βουνά των Πιερίων και του Βερμίου γίνονται μάρτυρες του αλληλοσπαραγμού. Μέρος του θεάτρου αυτής της σύγκρουσης θα αποτελέσει και το ανάκτορο των Αιγών, εν μέρει λόγω της θέσης του στους πρόποδες του βουνού. Έτσι, εκτός από τα γύρω βουνά, νάρκες τοποθετούνται και στα δυτικά δωμάτια του μνημείου. Χαραγμένη, άλλωστε, στη μνήμη των νεότερων παραμένει η ιστορία με τους αντάρτες που απαγχονίστηκαν στα κλαδιά της επιβλητικής βελανιδιάς στην ανατολική πλευρά του ανακτόρου. Εκείνα τα χρόνια, πάνω στη Μεγάλη Τούμπα εγκαταστάθηκε ένα τμήμα του εθνικού στρατού και όταν οι στρατιώτες έσκαψαν βαθιά στο χώμα για να δημιουργήσουν τα οχυρώματα, έφεραν στο φως τα πρώτα κομμάτια από αρχαίες επιτύμβιες στήλες που είχαν χρησιμοποιηθεί ως υλικό για την κατασκευή του μεγάλου τεχνητού λόφου. Γύρω από τη Μεγάλη Τούμπα που έκρυβε τους τάφους των βασιλιάδων επιχειρούσαν τις επιθέσεις τους κάθε βράδυ οι αντάρτες, μέχρι τον τελικό διωγμό τους στα βουνά πάνω από το ανάκτορο. Η μοίρα των ανθρώπων της περιοχής μοιάζει να είναι άρρηκτα δεμένη με τη μοίρα των μνημείων της.
Η μεταπολεμική εποχή ξεκινά με τη Βεργίνα και τους ανθρώπους της να μετρούν τις πληγές τους. Παράλληλα, ξαναρχίζει η ανασκαφική έρευνα, τόσο στο ανάκτορο όσο και στην αρχαία νεκρόπολη, δίνοντας νέους ρυθμούς στη ζωή του χωριού, χωρίς ωστόσο να αλλάζει σημαντικά την εικόνα της περιοχής από εκείνη την πρώτη μέρα που έφτασε στην περιοχή ο Leon Heuzey.
Η μεγάλη αλλαγή στον τόπο ήρθε με την εξαιρετικής σημασίας ανακάλυψη των Βασιλικών Τάφων της Μεγάλης Τούμπας το 1977 από τον αείμνηστο καθηγητή Μανόλη Ανδρόνικο και την ολοκλήρωση της μόνιμης Έκθεσης των Θησαυρών τους το 2003 από την τότε ΙΖ΄ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων που αύξησαν θεαματικά την προσέλευση επισκεπτών. Κάθε χρόνο 180.000-200.000 άνθρωποι απ’ όλο τον κόσμο επισκέπτονται τη Βεργίνα που αλλάζει μορφή και ρυθμούς, καθώς αναπτύσσεται τουριστικά εγκαταλείποντας σιγά-σιγά τις αγροτικές ασχολίες.
Παράλληλα, όλα αυτά τα χρόνια η συστηματική ανασκαφή του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης και οι ανασκαφές σωστικού χαρακτήρα της Εφορείας Αρχαιοτήτων Ημαθίας συνεχίζονται αδιάκοπα και φέρνουν στο φως δημόσια και ιδιωτικά κτίρια, ιερά, ένα μεγάλο μέρος από το τείχος της αρχαίας πόλης και νέα ταφικά μνημεία που ανήκουν στη βασιλική οικογένεια, αλλά και σε απλούς καθημερινούς ανθρώπους που έζησαν και πέθαναν στις Αιγές επιτρέποντάς μας να σχηματίσουμε μία ολοκληρωμένη εικόνα για τη ζωή και το θάνατο στην πρώτη πρωτεύουσα της Μακεδονίας, δίνοντας ξανά στην αρχαία πόλη το λησμονημένο της όνομα: ΑΙΓΕΣ.
(κείμενο Εύας Κοντογουλίδου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου