Η λέξη κόκκινο είναι ελληνική και προέρχεται από τον κόκκο· κόκκος σήμαινε κυρίως κουκούτσι, αλλά στην προκειμένη περίπτωση ήταν τα αβγά ενός εντόμου, που λέγεται κόκκος ο βαφικός, και που συσσωματωμένα πολλά μαζί σε μικρές μπαλίτσες σαν μεγάλες φακές, τις κηκίδες ή πρινοκόκκια, τα έβρισκαν κολλημένα στις βελανιδιές και σε άλλα δέντρα.
Το πρινοκόκκι ή κικίδι ή κρεμέζ, (κόκκος ή κέρμης ο βαφικός), επί αιώνες αποτελούσε πηγή εισοδήματος για πολλές ελληνικές περιοχές. Είναι έντομα που αναπτύσσονται στα φύλλα της βελανιδιάς. Τα θηλυκά του κέρμητος σχηματίζουν μετά την ανοιξιάτικη γονιμοποίησή τους μικρό εξοίδημα στο φύλλο όπου εναποθέτουν δύο χιλιάδες περίπου αυγά και μία χρωστική ουσία. Οι χωρικοί συγκέντρωναν τους κόκκους πριν εκκολαφθούν τα αυγά, τους έβρεχαν με ξίδι και κρασί και τους στέγνωναν στον ήλιο. Έτσι οι κόκκοι έχαναν το επικονίαμά τους και αποκτούσαν ερυθρόφαιον χρώμα. Έχουν μέγεθος πιπεριού ή μπιζελιού, είναι σταυροειδείς και περιέχουν μια κόκκινη κονιώδη μάζα. Έδινε βαθύ κόκκινο χρώμα στα μαλλιά και στα μετάξια.
Στην ελληνική χερσόνησο ο κόκκος ήταν σε χρήση από την εποχή του Ομήρου, γνωστός ως άλικο, και αποτελούσε σημαντικό αγαθό συναλλαγών ιδιαίτερα ανάμεσα στους Έλληνες και στους κατοίκους των Σάρδεων, της πρωτεύουσας της Λυδίας.
Η χρήση της χρωστικής υποδηλώνεται σε ένα χωρίο της Οδύσσειας του Ομήρου, το οποίο αναφέρεται στη μητέρα της Ναυσικάς Αρήτη, γυναίκα του Αλκίνοου, βασιλιά των Φαιάκων, όπου στη σκηνή αυτή έγνεθε άλικο μαλλί την ώρα που η Ναυσικά πήγαινε να μιλήσει στους γονείς της «να τρέχει μέσα από τις κάμαρες, να βρει τους δυο γονιούς της, να τους μιλήσει τους απάντηξε στο αρχονταρίκι μέσα η μάνα με τις βάγιες κάθουνταν στο τζάκι πλάι, κρατώντας την αλακάτη, κι έγνεθε άλικο μαλλί τον κύρη πάλε στην πόρτα πρόφτασε, ως επήγαινε στους ξακουστούς ρηγάδες».
Από την κλασική αρχαιότητα και μετά ο κόκκος συγκαταλέγεται στις φυτικές χρωστικές, όπως υποστηρίζουν οι αρχαίοι συγγραφείς. Αρχικά, ο Θεόφραστος (372- περ.287/5π.Χ.) σε δυο σημεία του έργου του Historia Plantarum (Περί φυτών ιστορίαι) θεωρεί τη χρωστική ως είδος καρπού της βελανιδιάς: α) « ἀλλ΄ ἡ Ἡρακλεωτικὴ καρύα τὸν ἴουλον καὶ ἡ πρῖνος τὸν φοινικοῦν κόκκον ἡ δὲ δάφνη τὸ βότρυον. φέρει μὲν καὶ ἡ καρποφόρος͵ εἰ μὴ καὶ πᾶσα ἀλλά τοι γένος τι αὐτῆς͵ οὐ μὴν ἀλλὰ πλέον ἡ ἄκαρπος͵ ἣν δὴ καὶ ἄρρενά τινες καλοῦσιν. ἀλλ΄ ἡ πεύκη τὸν προαποπίπτοντα κύτταρον» και β) «φέρει δὲ παρὰ τὴν βάλανον καὶ κόκκον τινὰ φοινικοῦν· ἴσχει δὲ καὶ ἰξίαν καὶ ὑφέαρ· ὥστε ἐνίοτε συμβαίνει τέτταρας ἅμα καρποὺς ἔχειν αὐτόν͵ δύο μὲν τοὺς ἑαυτοῦ δύο δ΄ ἄλλους τόν τε τῆς ἰξίας καὶ τὸν τοῦ ὑφέαρος. καὶ τὴν μὲν ἰξίαν φέρει ἐκ τῶν πρὸς βορρᾶν͵ τὸ δὲ ὑφέαρ ἐκ τῶν πρὸς μεσημβρίαν».
Εξαιτίας του υψηλού κόστους της πορφύρας, αυτή πολλές φορές αναμειγνυόταν με τον κόκκο ή με άλλες χρωστικές, προκειμένου να μειωθεί το κόστος. Αυτό αναφέρεται από τον Δημόκριτο (2ο αιώνα π.Χ.) στο έργο του Physica and Μystica ( Φυσικά και Μυστικά), ο οποίος κάνει λόγο για τις χρωστικές που έχουν χρησιμοποιηθεί μαζί με την πορφύρα «Εἰς δὲ τὴν κατασκευὴν τῆς πορφύρας τὰ εἰσερχόμενά εἰσιν τάδε. Φῦκος ὃ καλοῦσι ψευδοκογχύλιον, καὶ κόκκον καὶ ἄνθος θαλάσσιον, ἄγχουσαν λαδικίνην ἡ κρημνὸς, ἐρυθρόδανον τὸ ἰταλικόν, φυλλάνθιον τὸ δυτικόν, σκώληξ ὁ πορφύριος ἐκ τοῦ ἐρώου γενόμενος, ῥόδιον τὸ ἰταλικόν. Ταῦτα τὰ ἄνθη προτετίμηται παρὰ τῶν προγενεστέρων, καί εἰσι φευκτὰ οὐ τίμια. ῎Εστι δὲ ὁ τῆς Γαλατίας σκώληξ, καί τι τῆς ᾿Αχαΐας ἄνθος ὃ καλοῦσιν λακχάν, καὶ τὸ τῆς Συρίας ὃ καλοῦσιν ῥίζιον· καὶ τὸ κογχύλιον καὶ τὸ κοχλιοκογχύλιον τὸ λιβυκόν· καὶ ὁ αἰγύπτιος κόγχος ὁ τῆς παραλίου, ὃς καλεῖται πίννα· καὶ ἡ ἴσατις βοτάνη· καὶ τὸ τῆς ἀνωτέρας, καὶ τὸ τῆς Συρίας ὃ καλοῦσιν κόγχον· ταῦτά ἐστιν <οὔτε> ἀκίνητα, οὔτε τιμητὰ παρ᾿ ἡμῖν, πλὴν τῆς ἰσάτεως ». Από το παραπάνω χωρίο συνάγεται ότι και ο Δημόκριτος περιλαμβάνει τον κόκκο στις φυτικές βαφές.
Ο Διοσκουρίδης (40-90 μ.Χ), επιπλέον, ονομάζει τη χρωστική κόκκος βαφική και περιγράφει ότι στη Γαλατία και στην Αρμενία υπήρχαν άριστες ποιότητες βελανιδιάς, έπονταν οι βελανιδιές της Ασιάνης και της Κιλικίας και τελευταία ήταν αυτή της Σπάνης «κόκκος βαφική· θάμνος ἐστὶ φρυγανώδης͵ ᾧ πρόσκεινται οἱονεὶ φακοί͵ οἵτινες ἐκλεγόμενοι συντίθενται. ἀρίστη δέ ἐστιν ἡ Γαλατικὴ καὶ Ἀρμενιακή͵ ἔπειτα ἡ Ἀσιανὴ καὶ Κιλίκιος͵ ἐσχάτη δὲ πασῶν ἡ Σπάνη». Ο Πλίνιος (23-79 μ.Χ.) περιγράφει την παρουσία του κόκκου στη βελανιδιά ως ένα υποσάρκωμα σαν μικρό μπουμπούκι «Grauum hoc, primoque ceu scabies fruticis, parvse aquifolise ilicis: cusculinum vocant»[27] και αναφέρει σε δυο χωρία τις καλύτερες ποικιλίες βελανιδιών, οι οποίες απαντώνται στην Αφρική, στη Γαλατία και στη Λουσιτανία: α) «Coccum Galatise rubens granum, ut dicemus in terrestribus, aut circa Erneritam Lusitanise, in inagna laude est»[28] και β) «Atque ut sileamus Galatiae, Africae, Lusitaniee granis, coccurn imperatoriis dicatum paludamentis». Στη ρωμαϊκή περίοδο, τον 2ο αιώνα μ.Χ., για πρώτη φορά ο Παυσανίας ο Περιηγητής κάνει λόγο για την ζωική προέλευση του κόκκου συνδέοντας τη βαφή μαλλιού με το έντομο κόκκος, όπως το ονομάζουν οι Ίωνες αλλά και οι υπόλοιποι Έλληνες.
To έντομο αυτό ζει πάνω στα πουρνάρια «τὴν δὲ θάμνον ταύτην Ἴωνες μὲν καὶ τὸ ἄλλο Ἑλληνικὸν κόκκον͵ Γαλάται δὲ οἱ ὑπὲρ Φρυγίας φωνῇ τῇ ἐπιχωρίῳ σφίσιν ὀνομάζουσιν ὗς. γίνεται δὲ αὕτη μέγεθος μὲν ἡ κόκκος κατὰ τὴν ῥάμνον καλουμένην͵ φύλλα δὲ μελάντερα μὲν καὶ μαλακώτερα ἢ ἡ σχῖνος͵ τὰ μέντοι ἄλλα ἐοικότα ἔχει τῇ σχίνῳ. ὁ δὲ αὐτῆς καρπὸς ὅμοιος τῷ καρπῷ τῆς στρύχνου͵ μέγεθος δέ ἐστι κατὰ ὄροβον. γίνεται δέ τι ἐν τῷ καρπῷ τῆς κόκκου βραχὺ ζῷον· τοῦτο εἰ ἀφίκοιτο ἐς τὸν ἀέρα πεπανθέντος τοῦ καρποῦ͵ πέτεταί τε αὐτίκα καὶ ἐοικὸς κώνωπι φαίνοιτο ἄν· νῦν δὲ πρότερον͵ πρὶν ἢ τὸ ζῷον κινηθῆναι͵ συλλέγουσι τῆς κόκκου τὸν καρπόν͵ καὶ ἔστι τοῖς ἐρίοις ἡ βαφὴ τὸ αἷμα τοῦ ζῴου».
Στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, κατά την εποχή του Αλεξάνδρου Σεβήρου (222-235 μ.Χ), είχε επιβληθεί ένα αυστηρό μονοπώλιο πορφύρας, το οποίο διατηρήθηκε στη βυζαντινή αυτοκρατορία. Η μόνη χρωστική που έμοιαζε περισσότερο στην πορφύρα και αποτελούσε εναλλακτική λύση για την απόδοση του πορφυρού χρώματος στη Μεσαιωνική Δύση ήταν ο κόκκος. Αυτός, βέβαια, χρησιμοποιήθηκε κατά κύριο λόγο ως κόκκινη βαφή, καθώς ήταν γηγενής στις ευρωπαϊκές χώρες, όπως, άλλωστε, παριστάνεται και στο σχήμα 2. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κόκκος είχε εφαρμογή στην ιατρική και η χρήση του ήταν γνωστή στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο ιατρός Γαληνός (129 μ.Χ-199 μ.Χ) έγραψε για τις θεραπευτικές ικανότητες του κόκκου. Αναφέρει ότι χρησιμοποιήθηκε με την προσθήκη ξυδιού σε εξωτερική εφαρμογή και στις πληγές των νεύρων: «Κόκκος βαφικὸς στυπτικὴν μὲν ἔχει καὶ πικρὰν ἅμα τὴν ποιότητα͵ ξηραίνει δ΄ ἀμφοτέραις ἀδήκτως͵ καὶ διὰ τοῦτο πρός τε τὰ μεγάλα τῶν τραυμάτων ἁρμόττει καὶ πρὸς τὰς τῶν νεύρων τρώσεις. λειοῦσι δ΄ αὐτὴν ἔνιοι μὲν σὺν ὄξει τηνικαῦτα͵ σὺν ὀξυμέλιτι δ΄ ἄλλοι».
Στην ελληνική χερσόνησο ο κόκκος ήταν σε χρήση από την εποχή του Ομήρου, γνωστός ως άλικο, και αποτελούσε σημαντικό αγαθό συναλλαγών ιδιαίτερα ανάμεσα στους Έλληνες και στους κατοίκους των Σάρδεων, της πρωτεύουσας της Λυδίας.
Η χρήση της χρωστικής υποδηλώνεται σε ένα χωρίο της Οδύσσειας του Ομήρου, το οποίο αναφέρεται στη μητέρα της Ναυσικάς Αρήτη, γυναίκα του Αλκίνοου, βασιλιά των Φαιάκων, όπου στη σκηνή αυτή έγνεθε άλικο μαλλί την ώρα που η Ναυσικά πήγαινε να μιλήσει στους γονείς της «να τρέχει μέσα από τις κάμαρες, να βρει τους δυο γονιούς της, να τους μιλήσει τους απάντηξε στο αρχονταρίκι μέσα η μάνα με τις βάγιες κάθουνταν στο τζάκι πλάι, κρατώντας την αλακάτη, κι έγνεθε άλικο μαλλί τον κύρη πάλε στην πόρτα πρόφτασε, ως επήγαινε στους ξακουστούς ρηγάδες».
Από την κλασική αρχαιότητα και μετά ο κόκκος συγκαταλέγεται στις φυτικές χρωστικές, όπως υποστηρίζουν οι αρχαίοι συγγραφείς. Αρχικά, ο Θεόφραστος (372- περ.287/5π.Χ.) σε δυο σημεία του έργου του Historia Plantarum (Περί φυτών ιστορίαι) θεωρεί τη χρωστική ως είδος καρπού της βελανιδιάς: α) « ἀλλ΄ ἡ Ἡρακλεωτικὴ καρύα τὸν ἴουλον καὶ ἡ πρῖνος τὸν φοινικοῦν κόκκον ἡ δὲ δάφνη τὸ βότρυον. φέρει μὲν καὶ ἡ καρποφόρος͵ εἰ μὴ καὶ πᾶσα ἀλλά τοι γένος τι αὐτῆς͵ οὐ μὴν ἀλλὰ πλέον ἡ ἄκαρπος͵ ἣν δὴ καὶ ἄρρενά τινες καλοῦσιν. ἀλλ΄ ἡ πεύκη τὸν προαποπίπτοντα κύτταρον» και β) «φέρει δὲ παρὰ τὴν βάλανον καὶ κόκκον τινὰ φοινικοῦν· ἴσχει δὲ καὶ ἰξίαν καὶ ὑφέαρ· ὥστε ἐνίοτε συμβαίνει τέτταρας ἅμα καρποὺς ἔχειν αὐτόν͵ δύο μὲν τοὺς ἑαυτοῦ δύο δ΄ ἄλλους τόν τε τῆς ἰξίας καὶ τὸν τοῦ ὑφέαρος. καὶ τὴν μὲν ἰξίαν φέρει ἐκ τῶν πρὸς βορρᾶν͵ τὸ δὲ ὑφέαρ ἐκ τῶν πρὸς μεσημβρίαν».
Εξαιτίας του υψηλού κόστους της πορφύρας, αυτή πολλές φορές αναμειγνυόταν με τον κόκκο ή με άλλες χρωστικές, προκειμένου να μειωθεί το κόστος. Αυτό αναφέρεται από τον Δημόκριτο (2ο αιώνα π.Χ.) στο έργο του Physica and Μystica ( Φυσικά και Μυστικά), ο οποίος κάνει λόγο για τις χρωστικές που έχουν χρησιμοποιηθεί μαζί με την πορφύρα «Εἰς δὲ τὴν κατασκευὴν τῆς πορφύρας τὰ εἰσερχόμενά εἰσιν τάδε. Φῦκος ὃ καλοῦσι ψευδοκογχύλιον, καὶ κόκκον καὶ ἄνθος θαλάσσιον, ἄγχουσαν λαδικίνην ἡ κρημνὸς, ἐρυθρόδανον τὸ ἰταλικόν, φυλλάνθιον τὸ δυτικόν, σκώληξ ὁ πορφύριος ἐκ τοῦ ἐρώου γενόμενος, ῥόδιον τὸ ἰταλικόν. Ταῦτα τὰ ἄνθη προτετίμηται παρὰ τῶν προγενεστέρων, καί εἰσι φευκτὰ οὐ τίμια. ῎Εστι δὲ ὁ τῆς Γαλατίας σκώληξ, καί τι τῆς ᾿Αχαΐας ἄνθος ὃ καλοῦσιν λακχάν, καὶ τὸ τῆς Συρίας ὃ καλοῦσιν ῥίζιον· καὶ τὸ κογχύλιον καὶ τὸ κοχλιοκογχύλιον τὸ λιβυκόν· καὶ ὁ αἰγύπτιος κόγχος ὁ τῆς παραλίου, ὃς καλεῖται πίννα· καὶ ἡ ἴσατις βοτάνη· καὶ τὸ τῆς ἀνωτέρας, καὶ τὸ τῆς Συρίας ὃ καλοῦσιν κόγχον· ταῦτά ἐστιν <οὔτε> ἀκίνητα, οὔτε τιμητὰ παρ᾿ ἡμῖν, πλὴν τῆς ἰσάτεως ». Από το παραπάνω χωρίο συνάγεται ότι και ο Δημόκριτος περιλαμβάνει τον κόκκο στις φυτικές βαφές.
Ο Διοσκουρίδης (40-90 μ.Χ), επιπλέον, ονομάζει τη χρωστική κόκκος βαφική και περιγράφει ότι στη Γαλατία και στην Αρμενία υπήρχαν άριστες ποιότητες βελανιδιάς, έπονταν οι βελανιδιές της Ασιάνης και της Κιλικίας και τελευταία ήταν αυτή της Σπάνης «κόκκος βαφική· θάμνος ἐστὶ φρυγανώδης͵ ᾧ πρόσκεινται οἱονεὶ φακοί͵ οἵτινες ἐκλεγόμενοι συντίθενται. ἀρίστη δέ ἐστιν ἡ Γαλατικὴ καὶ Ἀρμενιακή͵ ἔπειτα ἡ Ἀσιανὴ καὶ Κιλίκιος͵ ἐσχάτη δὲ πασῶν ἡ Σπάνη». Ο Πλίνιος (23-79 μ.Χ.) περιγράφει την παρουσία του κόκκου στη βελανιδιά ως ένα υποσάρκωμα σαν μικρό μπουμπούκι «Grauum hoc, primoque ceu scabies fruticis, parvse aquifolise ilicis: cusculinum vocant»[27] και αναφέρει σε δυο χωρία τις καλύτερες ποικιλίες βελανιδιών, οι οποίες απαντώνται στην Αφρική, στη Γαλατία και στη Λουσιτανία: α) «Coccum Galatise rubens granum, ut dicemus in terrestribus, aut circa Erneritam Lusitanise, in inagna laude est»[28] και β) «Atque ut sileamus Galatiae, Africae, Lusitaniee granis, coccurn imperatoriis dicatum paludamentis». Στη ρωμαϊκή περίοδο, τον 2ο αιώνα μ.Χ., για πρώτη φορά ο Παυσανίας ο Περιηγητής κάνει λόγο για την ζωική προέλευση του κόκκου συνδέοντας τη βαφή μαλλιού με το έντομο κόκκος, όπως το ονομάζουν οι Ίωνες αλλά και οι υπόλοιποι Έλληνες.
To έντομο αυτό ζει πάνω στα πουρνάρια «τὴν δὲ θάμνον ταύτην Ἴωνες μὲν καὶ τὸ ἄλλο Ἑλληνικὸν κόκκον͵ Γαλάται δὲ οἱ ὑπὲρ Φρυγίας φωνῇ τῇ ἐπιχωρίῳ σφίσιν ὀνομάζουσιν ὗς. γίνεται δὲ αὕτη μέγεθος μὲν ἡ κόκκος κατὰ τὴν ῥάμνον καλουμένην͵ φύλλα δὲ μελάντερα μὲν καὶ μαλακώτερα ἢ ἡ σχῖνος͵ τὰ μέντοι ἄλλα ἐοικότα ἔχει τῇ σχίνῳ. ὁ δὲ αὐτῆς καρπὸς ὅμοιος τῷ καρπῷ τῆς στρύχνου͵ μέγεθος δέ ἐστι κατὰ ὄροβον. γίνεται δέ τι ἐν τῷ καρπῷ τῆς κόκκου βραχὺ ζῷον· τοῦτο εἰ ἀφίκοιτο ἐς τὸν ἀέρα πεπανθέντος τοῦ καρποῦ͵ πέτεταί τε αὐτίκα καὶ ἐοικὸς κώνωπι φαίνοιτο ἄν· νῦν δὲ πρότερον͵ πρὶν ἢ τὸ ζῷον κινηθῆναι͵ συλλέγουσι τῆς κόκκου τὸν καρπόν͵ καὶ ἔστι τοῖς ἐρίοις ἡ βαφὴ τὸ αἷμα τοῦ ζῴου».
Στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, κατά την εποχή του Αλεξάνδρου Σεβήρου (222-235 μ.Χ), είχε επιβληθεί ένα αυστηρό μονοπώλιο πορφύρας, το οποίο διατηρήθηκε στη βυζαντινή αυτοκρατορία. Η μόνη χρωστική που έμοιαζε περισσότερο στην πορφύρα και αποτελούσε εναλλακτική λύση για την απόδοση του πορφυρού χρώματος στη Μεσαιωνική Δύση ήταν ο κόκκος. Αυτός, βέβαια, χρησιμοποιήθηκε κατά κύριο λόγο ως κόκκινη βαφή, καθώς ήταν γηγενής στις ευρωπαϊκές χώρες, όπως, άλλωστε, παριστάνεται και στο σχήμα 2. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο κόκκος είχε εφαρμογή στην ιατρική και η χρήση του ήταν γνωστή στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Ο ιατρός Γαληνός (129 μ.Χ-199 μ.Χ) έγραψε για τις θεραπευτικές ικανότητες του κόκκου. Αναφέρει ότι χρησιμοποιήθηκε με την προσθήκη ξυδιού σε εξωτερική εφαρμογή και στις πληγές των νεύρων: «Κόκκος βαφικὸς στυπτικὴν μὲν ἔχει καὶ πικρὰν ἅμα τὴν ποιότητα͵ ξηραίνει δ΄ ἀμφοτέραις ἀδήκτως͵ καὶ διὰ τοῦτο πρός τε τὰ μεγάλα τῶν τραυμάτων ἁρμόττει καὶ πρὸς τὰς τῶν νεύρων τρώσεις. λειοῦσι δ΄ αὐτὴν ἔνιοι μὲν σὺν ὄξει τηνικαῦτα͵ σὺν ὀξυμέλιτι δ΄ ἄλλοι».
ΠΗΓΗ Η Χρωστική του κόκκου στην πολιτιστική κληρονομιά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου